Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

ΑΠΟΚΡΙΑ: Πανάρχαιη γιορτή υποδοχής της άνοιξης

«Εψόφισ’ ο Λοκάνικος,/ ψυχομαχάει ο Τύρος./ Κι η Βρούβα νη παλιόβρουβα/ στέκεται στην καβάλα/ να πέσει στην τσουκάλα», τραγουδούσαν, σαν σήμερα, τρώγοντας και πίνοντας οι καρναβαλιστές στην Πελοπόννησο. Στη Φθιώτιδα, στο... γιορτάσι της Τυρινής, τραγουδιόταν και το τραγούδι της Καθαρής Δευτέρας: «Τ’ ακότε τι παράγγειλεν η Καθαρή Δευτέρα;/ Πέθανε ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος,/ σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια./ Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια/ και στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε στεκούδια». Αυτά τα λέγαν τότε, που το καρναβάλι δεν ήταν «πολιτιστική» βιτρίνα δήμων και μπίζνα
διαφημιζόμενων εταιριών, εμπόρων μαζικής παραγωγής τυποποιημένων καρναβαλίστικων κοστουμιών, εταιριών μηχανημάτων ήχου, κλπ., κλπ. Τα λέγαν, τότε, που καρναβάλι σήμαινε δημιουργικό, αυθεντικά λαϊκό, γνήσιο ελληνικό γλέντι κι όχι «μαϊμού» που δηλώνεται «εφάμιλλο» του καρναβαλιού του μακρινού Ρίο.
  Τα παραδοσιακά καρναβαλίστικα έθιμά μας έρχονταν από τα βάθη των αιώνων και συνέθεταν έναν Υμνο για την άνοιξη της φύσης και της ζωής. Ο λαός μας μπορούσε να γλεντά τον ερχομό της νιας ζωής ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες του, ακόμα και με ξερό ψωμί: «Αποκριές τις λέγαν/ και ξερό ψωμί ετρώγαν», τραγουδούσαν οι αυτοσχέδια μασκαρεμένοι και μη καρναβαλιστές. Τραγούδι αλληλοπεριπαικτικό έκαναν τη φτώχεια τους: «Προφωνούσιμη βδομάδα,/ προφωνέσου νοικοκύρη,/ κι αν δεν έχει το πουγκί σου,/ πάρε πούλα το βρακί σου».
  Στα πανάρχαια καρναβαλίστικα έθιμα του τόπου μας και στις πραγματικά εκλεκτικές τους «συγγένειες» με αντίστοιχες παραδόσεις άλλων λαών, και όχι στα κακόγουστα κοσμοπολίτικα των ημερών μας λέμε να ταξιδέψουμε.
  Τα αρχαία Ανθεστήρια
  Αποκριά και Καρναβάλι. Μια παράδοση, δεμένη με το Φλεβάρη, τελευταίο μήνα του χειμώνα, που διαδόθηκε σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο, διαμορφώθηκε με τις παραδόσεις κάθε λαού και τροφοδότησε την τέχνη του θεάτρου με χορούς, τραγούδια, αλληλοπειράγματα, μάσκες και μεταμφιέσεις.
  Η Αποκριά, συνώνυμη της λέξης Καρναβάλι (από το λατινικό carne – κρέας και vale – αποχή), συνδεόταν και με τη διαιτολογική σοφία του λαού, που έλεγε την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς Ολόκρια, Αρνοβδομάδα, Συγκόκκαλη, Αμολυτή, με Αρτσι – βούρτσι φαγοπότι. Τη δεύτερη Κυριακή (μετά από μεσοβδόμαδη νηστεία) Κρεατινή, Κριασινή, Κριγιανή. Την τρίτη Τυρινή, (αλλά «Μακαρονού» οι Μυτιληνιοί κι οι Μυκονιάτες). Ο Κοραής περιγράφει την Τυρινή των Γραικορωμαίων ως τυραπόθεση και “αποτυρίαση”, την οποία ο Ιουστινιανός την ήθελε «κρεοφαγήσιμο».
Μετά από δυο βδομάδες «οργιαστικό» φαγοπότι και μασκαρέματα, ο λαός από την Καθαρά Δευτέρα άρχιζε την «καθαρτήρια» για τον ανθρώπινο οργανισμό, σαραντάμερη νηστεία, μέχρι την κρεατοφαγία της Ανάστασης. Αυτά μόνο περί των διατροφικών στοιχείων της Αποκριάς.
  Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη. Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου – θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές. Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής ( “τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος”, όπως έλεγε ο Α. Σικελιανός) – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους “τα εξ αμάξης”…
Ρωμαϊκοί, Βυζαντινοί, Νεότεροι Χρόνοι
  Σατούρνο ονόμασαν οι οπαδοί του ημιθέου Ηρακλή, ιδρυτές του Λάτιου – οι κατοπινοί Ρωμαίοι – τον δικό τους Κρόνο (προστάτη της αμπέλου, της σποράς). Προς τιμήν του καθιέρωσαν την αντίστοιχη των ελληνικών Κρονίων βδομαδιάτικη γιορτή τους (μετά τη σπορά του σταριού, το Δεκέμβρη). Τα Σατουρνάλια, όπως οι αρχαιοελληνικές διονυσιακές γιορτές, συνοδεύονταν με κρασοκατανύξεις, μεταμφιέσεις, τραγούδια (με τους σατούρνιους «άκομψους», «τραχείς» στίχους), σκώμματα εν πομπή και ανταλλαγή δώρων. Στη γιορτή συνευρίσκονταν μεταμφιεσμένοι, άρχοντες και λαός. Μετά το 217 π.Χ., τα Σατουρνάλια έγιναν επίσημη αργία και παλλαϊκή, δημόσια συμποσιακή γιορτή, όπου ανακηρυσσόταν ο «βασιλιάς» των μεταμφιεσμένων (ο σημερινός Καρνάβαλος), ως κορυφαίος της πομπής των οργιαζόντων συμποσιαστών, μεταξύ των οποίων και οι δούλοι. Ηταν η μόνη μέρα αργίας των δούλων και η μόνη που τους επιτρεπόταν να συνευρίσκονται με τους πολίτες. Οι μασκαρεμένοι γλεντοκόποι εύχονταν “Bona Satournalia”, ενώ οι πλούσιοι μοίραζαν δώρα στους φτωχούς (λαμπάδες και siggillaria – μικρά αγαλματάκια, σύμβολα της γιορτής).
  Τα Σατουρνάλια, δημοφιλής γιορτή και στις ρωμαϊκές αποικίες της Αφρικής, αφιερώθηκαν σε φοινικικής προέλευσης εγχώριο θεό, παρόμοιο του Βάαλ. Αργότερα, τα Σατουρνάλια μετατέθηκαν στο Φλεβάρη και καθώς αφομοιώθηκαν από τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό επέζησαν στα μεσαιωνικά, αναγεννησιακά, νεότερα χρόνια και με το «θεατρόμορφο» Καρναβάλι της Βενετίας. Το Καρναβάλι (η ονομασία αυτή καθιερώθηκε το 13ο αιώνα στην Ιταλία) «έθρεψε» ως μορφή και περιεχόμενο τη λαογέννητη κομέντια ντελ άρτε και τον τελευταίο κορυφαίο δημιουργό της Κάρλο Γκολντόνι (“καρναβαλιστής” από γεννησιμιού του, αφού γεννήθηκε 25 Φλεβάρη). Η κωμωδία του Γκολντόνι “Υπηρέτριες”, λ.χ., αναφέρονται στο Καρναβάλι της Βενετίας και στη μοναδική, ετήσια αργία των υπηρετριών τη μέρα του Καρναβαλιού, ώστε κρυμμένες πίσω από προσωπεία και ξένα ρούχα να γλεντήσουν και να ερωτοτροπήσουν, ακόμα και με άρχοντες.
  Στα μεσαιωνικά χρόνια στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι καρναβαλίστικες γιορτές αλληλοθράφτηκαν με τα είδη της μεσαιωνικής φάρσας, και σατίριζαν συνήθως την καθημερινή ζωή. Λ.χ., στη Γερμανία, που είχε μεγάλη καρναβαλική παράδοση προς τιμήν της άνοιξης (“Der Ursprung des Karnevals”), από το 14ο αιώνα άρχισε η συγγραφική και σκηνική επεξεργασία των καρναβαλικών γιορτών και ο εμπλουτισμός τους με θέματα της ιπποτικής λογοτεχνίας. Φημισμένος δημιουργός καρναβαλικών παραστάσεων ήταν ο Γ. Σαξ. Στη Ρωσία, το καρναβάλι, με την ονομασία Μασλένιτσα, επίσης ξεπροβοδούσε το χειμώνα και όπως σε όλους τους λαούς είχε εθνικό χρώμα.
  Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες τους, αντλώντας στοιχεία από τα Σατουρνάλια και Λουπερκάλια (προς τιμήν του Φαύνου, τραγο-θεού, προστάτη της γονιμότητας). Μεταξύ των διαφόρων μεταμφιέσεων, είχαν και τη μεταμφίεση δύο νέων παλικαριών σαν τράγων προσφερόμενων σε θυσία.
  Το Καρναβάλι, με την ειδωλολατρική, παγανιστική καταγωγή του, τη “διονυσιακή” ελευθερία του, ενέπνευσε και άλλους δημιουργούς. Πεζογράφους, ζωγράφους, συνθέτες, χορογράφους, δραματουργούς, λιμπρετίστες όπερας. Ενέπνευσε έργα, όχι μόνο κωμικά, αλλά και δραματικά. Τόσο, που την παλλαϊκή αυτή παράδοση τη φοβήθηκε, κάποτε, η άρχουσα τάξη και ως θέμα όπερας. Παράδειγμα, η λογοκριτική κατακρεούργηση, το 1816, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσίνι (βασισμένη στο αντιφεουδαρχικό, επαναστατικό στην εποχή του έργο του Μπωμαρσαί “Οι γάμοι του Φίγκαρο”) και το 1858 στον υπέροχο “Χορό των μεταμφιεσμένων” του Βέρντι: Ο αρχές της Νάπολης εξοργίστηκαν με το θέμα του – ένας λαϊκός δολοφονεί τον βασιλιά της Σουηδίας Γκουστάβο ΙΙΙ – φοβούμενες ότι το έργο εμμέσως εξέφραζε τις αντιμοναρχικές εξεγέρσεις της εποχής. Ετσι, αναγκάστηκε ο λιμπρετίστας να αμερικανοποιήσει το μύθο, “μεταποιώντας” τον Γκουστάβο σε “κυβερνήτη” της Βοστόνης, που δολοφονείται σε αποκριάτικο χορό σε ένα αρχοντικό. Ο μεταμφιεσμένος Γκουσταύος μαχαιρώνεται από άλλο μεταμφιεσμένο, γιατί δεν υποψιάστηκε ότι πίσω από το προσωπείο κρυβόταν αντίπαλος.
  Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα “μέσα” του Καρναβαλιού. “Μέσα” της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. “Μέσα” δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του “είναι” και “φαίνεσθαι”.
  Κάθε τόπος και το καρναβάλι του
  Αχανές, βυθισμένο στη λησμονιά, το «παζλ» των κοινών πανελλαδικών αλλά και των τοπικών αποκριάτικων παραδόσεων. Ας σταθούμε σε μερικές τοπικές παραδόσεις.
  “Σήκωσες”, λέγαν στην Κύπρο το Καρναβάλι, την αποχή από το κρέας, μετά από μια βδομάδα, που- ιδίως την Τσικνοπέμπτη- η κνίσα των ψημένων κρεάτων θόλωνε τον ουρανό… Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση, (λ.χ., με σκηνές από τον “Ερωτόκριτο”, με “υποκριτές” τους κατοίκους των χωριών). Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο τον ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) Ματζαδόρο ή Μπουλούμπαση -αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων. Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των λεγόμενων Ζακυνθινών Ομιλιών. Η πλούσια αποκριάτικη επτανησιακή παράδοση μεταδόθηκε και στους Ελληνες κατοίκους στα θρακικά παράλια της Προποντίδας. Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση, τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του “Ερωτόκριτου”, της “Θυσίας του Αβραάμ” και άλλων δραμάτων.
  Τρανή παράδοση ήταν και ο Βλάχικος Γάμος στη Θήβα, Κορινθία και τον Μαραθώνα Αττικής. Εθιμο, με πανάρχαιες ρίζες και στα θρακικά αποκριάτικα έθιμα – σύμβολα της γονιμότητας (ο ραβδούχος Καλόγερος – απόγονος “ιερέα” του Διονύσου κι αυτός) και το οποίο εμπλουτιζόταν και με πρόσωπα” των νεότερων χρόνων (Κούκεροι, Μπέης, Αράπηδες, κ.ά). Διονυσιακά έσουρναν “τα εξ αμάξης” στη Σκύρο, οι Νυφάδες, ο Γέρος και η Κορέλας. Παρόμοια στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές.
  Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού: “Εστειλα τον άντρα μου/ να πάρει κρέας και του δώσαν μια κοκάλα/ και τη βάζω στην τσουκάλα. / Τήνε βράζω και δε βράζει/ πέντε μέρες τήνε βράζω/ στις οκτώ την κατεβάζω. / Να και ‘μου ‘ρχεται ένας φίλος/ της γειτόνισσας ο σκύλος/ και μ’ αρπάζει την κοκάλα/ και μ’ αφήνει την τσουκάλα”. Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Λ.χ., “Κουτσός στον κάμπο έτρεχε/ να φτάσει καβαλάρη/ κι ο καβαλάρης του ‘λεγε/ να ζήσεις παλικάρι/. Στραβός βελόνα γύρευε/ μέσα στον αχυρώνα/ κι ένας κουφός του έλεγε/ την άκουσα που βρόντα”. Στη Χίο οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες. Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι μεταμφιεσμένοι την Καμήλα. Στη Νάουσα οργίαζαν οι Μπούλες κι οι Γενίτσαροι. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, ήταν οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι Ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.
  Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου (“δαίμων” της βλάστησης). Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες – μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι. Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη. Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες. Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του: “Στον τάφο σου μπεκρή/ τρέχει κρασάκι/ όπου έπινες πολύ/ με την τέσα τη γεμάτη”. Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου